- αλώσιμος
- -η, -ο (Α ἁλώσιμος, -ον)αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτοςαρχ.1. αυτός που εύκολα εξαπατάται2. εύληπτος, κατανοητός3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη4. αυτός που αναφέρεται ή υπόκειται σε άλωση5. φρ. «παιᾱν ἁλώσιμος», θριαμβευτικός παιάνας για την κατάκτηση πόλεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος ή < θ. ἁλω- (πρβλ. ἑ-άλω-ν, αόρ. τού ρ. ἁλίσκομαι) + παραγ. κατάλ. -σιμος].
Dictionary of Greek. 2013.